Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στράτευμα το [strátevma] Ο49 : α. σύνολο μεγάλων στρατιωτικών μονάδων: Συμμαχικά στρατεύματα έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις. Tα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στην Ελλάδα. β. το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας, ο στρατός: Στο ~ πρέπει να υπάρχει αυστη ρή πειθαρχία.
[λόγ. < αρχ. στράτευμα]