Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στράπλες
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στράπλες το [stráples] Ο (άκλ.) : α. σουτιέν χωρίς τιράντες. || (ως επίθ.): Σουτιέν ~. β. φόρεμα με μεγάλο συνήθ. ντεκολτέ που αφήνει γυμνούς τους ώμους. || (ως επίθ.): Φόρεμα ~.

[λόγ.< αγγλ. strapless]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες