Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στράπλες το [stráples] Ο (άκλ.) : α. σουτιέν χωρίς τιράντες. || (ως επίθ.): Σουτιέν ~. β. φόρεμα με μεγάλο συνήθ. ντεκολτέ που αφήνει γυμνούς τους ώμους. || (ως επίθ.): Φόρεμα ~.
[λόγ.< αγγλ. strapless]