Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στούμπος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στούμπος ο [stúmbos] Ο18 : 1. (λαϊκότρ.) ξύλινος συνήθ. κόπανος. 2. (μτφ., ειρ.) για άνθρωπο πολύ κοντό και χοντρό: Είναι ~ / σαν ~.

[σλαβ. stonpa(;)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go