Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στούκας το [stúkas] Ο (άκλ.) : 1. τύπος πολεμικού αεροπλάνου κάθετης εφόρμησης, που χρησιμοποιήθηκε στο β' παγκόσμιο πόλεμο. 2. (μτφ., οικ.) α. για μεγάλο και πολύ επιθετικό κουνούπι. β. για βαρύ και συνήθ. κακής ποιότητας τσιγάρο: Πώς τα καπνίζεις αυτά τα ~!
[γερμ. Stukas, πληθ. του Stuka σύντμ. του Stu(rz)ka(mpfflugzeug) `πολεμικό αεροπλάνο εφόρμησης΄]