Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στούκας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στούκας το [stúkas] Ο (άκλ.) : 1. τύπος πολεμικού αεροπλάνου κάθετης εφόρμησης, που χρησιμοποιήθηκε στο β' παγκόσμιο πόλεμο. 2. (μτφ., οικ.) α. για μεγάλο και πολύ επιθετικό κουνούπι. β. για βαρύ και συνήθ. κακής ποιότητας τσιγάρο: Πώς τα καπνίζεις αυτά τα ~!

[γερμ. Stukas, πληθ. του Stuka σύντμ. του Stu(rz)ka(mpfflugzeug) `πολεμικό αεροπλάνο εφόρμησης΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες