Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στοχαστής ο [stoxastís] Ο7 : φιλοσοφημένο, βαθιά σκεπτόμενο άτομο: Ο Aϊνστάιν είναι ένας από τους μεγάλους στοχαστές του 20ού αι.
[λόγ. < ελνστ. στοχαστής `που προσπαθεί να μαντέψει, που στοχεύει΄]