Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στοχασμός ο [stoxazmós] Ο17 : α. (λογοτ., λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στοχάζομαι, η σκέψη, ο συλλογισμός: Για να γράφουμε με τα λόγια του λαού πρέπει και με τους στοχασμούς του λαού να συλλογιζόμαστε. β. σκέψη που εμβαθύνει: Φιλοσοφικοί στοχασμοί. Ο ~ των σύγχρονων διανοητών.
[λόγ. < ελνστ. στοχασμός `προσπάθεια για μάντεμα΄]