Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στοχάζομαι [stoxázome] Ρ2.1β : (λογοτ., λαϊκότρ.) σκέφτομαι: Ο άνθρωπος στοχάζεται για να βρει την αλήθεια, κάνει συλλογισμούς. Στοχάζεσαι τι θα πει ο κόσμος;, υπολογίζεις, λογαριάζεις. Δεν μπορούσε να στοχαστεί, πώς ήταν δυνατό
, να φανταστεί, να πιστέψει. Στοχάσου καλά όλα όσα άκουσες, κρίνε.
[λόγ.(;) < αρχ. στοχάζομαι `προσπαθώ να μαντέψω΄]