Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στουπί το [stupí] Ο43 : 1. μάζα από υφαντικές ίνες, συνήθ. καννάβινες ή λινές, που χρησιμοποιείται σαν πανί για τον καθαρισμό από υγρές και λιπαρές ουσίες ή για το φράξιμο ανοιγμάτων, για το καλαφάτισμα κτλ. ΦΡ γίνομαι / είμαι ~ (στο μεθύσι), για κπ. που έχει μεθύσει πολύ· ΣYN ΦΡ γίνομαι / είμαι τύφλα / σκνίπα. 2. (μτφ., μειωτ.) για τροφή που είναι στεγνή, σκληρή και άνοστη: Δε μου αρέσει το στήθος απ΄ το κοτόπουλο γιατί είναι (σαν) ~. Όταν κρυώσει το κρέας γίνεται ~.
[μσν. στουπί < ελνστ. στουππίον < αρχ. στυππεῖον (ορθογρ. απλοπ.)]