Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στουμπίζω [stumbízo] -ομαι Ρ2.3 & στουμπάω [stumbáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.2 : (οικ.) 1. χτυπώ κτ. δυνατά με τον κόπανο, με τη γροθιά ή με άλλο παρόμοιο μέσο, για να το λιώσω ή για να το σπάσω· κοπανίζω: ~ ελιές / κρεμμύδια / σκόρδα. 2. χτυπώ δυνατά κπ., συνήθ. με τη γροθιά μου και του προκαλώ μώλωπες: Όλο του το κορμί είναι στουμπισμένο από τα χτυπήματα. || Έπεσα και στούμπισα το χέρι μου.
[στούμπ(ος) -ίζω· μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. στουμπισ-]