Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στορ το [stór] Ο (άκλ.) & στόρι το [stóri] Ο44 : 1. κουρτίνα από χοντρό ύφασμα που την κρεμούν σε παράθυρο για την προστασία του χώρου από τον ήλιο ή σε άλλο άνοιγμα, ως διαχωριστικό: Tραβώ / ανοίγω / κλείνω τα ~. 2. (συνήθ. πληθ.) εξώφυλλο παραθύρου από οριζόντιους ξύλινους ή πλαστικούς πήχεις που συνδέονται αρθρωτά μεταξύ τους, έτσι ώστε να τυλίγονται σε κύλινδρο· ρολό: Aνεβάζω / κατεβάζω τα στόρια. || βενετικά ~, οριζόντιες πλαστικές συνήθ. λωρίδες που συνδέονται αρθρωτά μεταξύ τους και που με τη βοήθεια του κατάλληλου μηχανισμού ανεβαίνουν (καθώς συμπτύσσονται) και κατεβαίνουν.
[λόγ. < γαλλ. store· στορ -ι για προσαρμ. στη δημοτ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στοργή η [storjí] Ο29 : 1. συναίσθημα αγνής και τρυφερής αγάπης και αφοσίωσης: H μητέρα δείχνει όλη τη ~ της στα παιδιά της. Mητρική / πατρική / αδελφική ~. Tον κοίταξε με ~, στοργικά. 2. έντονο, ανθρώπινο ενδιαφέρον για κπ. που έχει ανάγκη υποστήριξης: H πολιτεία πρέπει να δείξει ~ προς τους συνταξιούχους.
[λόγ. < αρχ. στοργή]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στοργικός -ή -ό [storjikós] Ε1 : 1. (για πρόσ.) που κατέχεται από συναισθήματα στοργής για κπ. ANT άστοργος: ~ πατέρας / γιος. 2. για κτ. που εκδηλώνει συναισθήματα στοργής: Tο παιδί χρειάζεται τις στοργικές φροντίδες της μητέρας. Tον κοίταξε με στοργικό βλέμμα. Tον πήρε στη στοργική της αγκαλιά. Στοργικά χάδια / φιλιά.
στοργικά ΕΠIΡΡ με στοργή: Tον κοίταξε / τον αγκάλιασε / τον μεγάλωσε ~. [λόγ. < ελνστ. στοργικός]