Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στοπ το [stóp] Ο (άκλ.) : 1α. οδικό σήμα που απαγορεύει σε οδηγό ή σε πεζό να προχωρήσει: H παραβίαση του ~ τιμωρείται από την τροχαία. β. (πληθ.) τα πίσω φώτα οχήματος που ανάβουν αυτόματα, όταν ο οδηγός του πατάει φρένο. γ. (ως επιφ.) εντολή προς κπ., και ειδικότερα προς οδηγό οχήματος, να σταματήσει αμέσως. || (ναυτ.) κράτει. 2. μηχανισμός ή άλλη απλούστερη κατασκευή που σταθεροποιεί κτ., που το εμποδίζει να μετακινηθεί πέρα από κάποιο σημείο: Έβαλα ~ στις πόρτες / στα παράθυρα. 3. στη μετάδοση μηνύματος με σήματα μορς, η λέξη που χρησιμοποιείται για να επισημάνει το τέλος μιας πρότασης.
[λόγ. < αγγλ. stop]