Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στομφώδης -ης -ες [stomfóδis] Ε11 : που τον χαρακτηρίζει ο στόμφος· πομπώδης: ~ απαγγελία. Στομφώδες κείμενο, που είναι διατυπωμένο σε στομφώδες ύφος. || (για πρόσ.) που χρησιμοποιεί στομφώδες ύφος.
[λόγ. < ελνστ. στομφώδης]