Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στομφώδης -ης -ες
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στομφώδης -ης -ες [stomfóδis] Ε11 : που τον χαρακτηρίζει ο στόμφος· πομπώδης: ~ απαγγελία. Στομφώδες κείμενο, που είναι διατυπωμένο σε στομφώδες ύφος. || (για πρόσ.) που χρησιμοποιεί στομφώδες ύφος.

[λόγ. < ελνστ. στομφώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες