Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στομαχιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στομαχιάζω [stomaxázo] Ρ2.1α μππ. στομαχιασμένος : παθαίνω δυσπεψία, έχω ενοχλήσεις στο στομάχι από πολυφαγία: Στομαχιάσαμε όλοι στις γιορτές. || για κτ. που προκαλεί δυσπεψία ή για κπ. που γίνεται αιτία να πάθει κάποιος δυσπεψία: Mε στομάχιασε αυτό το φαΐ. Θα μας στομαχιάσεις με τόσα φαγητά που έφτιαξες.

[στομάχ(ι) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες