Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στοματικός -ή -ό [stomatikós] Ε1 : 1α. που ανήκει στο στόμα: Στοματική κοιλότητα. Στοματικοί αδένες / μύες. β. που έχει σχέση με το στόμα: Στοματικές παθήσεις. || (ψυχ.) στοματικό στάδιο, στη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού, το στάδιο κατά το οποίο η επαφή με το στόμα παίζει σημαντικό ρόλο. γ. που γίνεται με το στόμα: ~ έρωτας / στοματική συνουσία / στοματικό σεξ, πεολειχία. 2. προφορικός, συνήθ. στην έκφραση στοματική παράδοση, σε αντιδιαστολή προς ό,τι παραδίδεται στις επόμενες γενιές με το γραπτό λόγο.
[λόγ. < ελνστ. στοματικός `φάρμακο ή πάθηση του στόματος΄ σημδ. γαλλ. oral]