Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στομάχι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στομάχι το [stomáxi] Ο44 : 1. όργανο του πεπτικού συστήματος του ανθρώπου και των θηλαστικών, που έχει σχήμα ασκού, που βρίσκεται ανάμεσα στον οισοφάγο και στο δωδεκαδάκτυλο και όπου καταλήγουν οι μασημένες τροφές, για να αρχίσει η διαδικασία της πέψης: Έχει γερό / ευαίσθητο ~. Tο ~ μου είναι γεμάτο / άδειο, έχω / δεν έχω φάει. Mε πονάει το ~ (μου), έχω στομαχόπονο. Xάλασε το ~ μου, έχω στομαχικές ενοχλήσεις. Φόρτωσα το ~ μου, έφαγα πολύ. Bάρυνε το ~ μου, αισθάνομαι βάρος. Έχω ~, υποφέρω από το στομάχι μου. ΦΡ και εκφράσεις το ~ του αλέθει και πέτρες*. κτ. μου κάθεται στο ~, για δύσπεπτη τροφή. κάποιος ή κτ. μου κάθεται στο ~, μου προκαλεί έντονη αντιπάθεια, δεν το(ν) χωνεύω. μου γυρίζει* το ~. έχω μεγάλο ~, δείχνω μεγάλη ανεκτικότητα. || στα πτηνά, στα ερπετά και στα ψάρια, όργανο που εκτελεί ανάλογη λειτουργία. 2. το εξωτερικό τμήμα του σώματος που αντιστοιχεί στη θέση του στομαχιού μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα: Tου έδωσε μια γροθιά στο ~. Έχει (μεγάλο) ~, είναι φουσκωμένη η περιοχή εκείνη του σώματος, συνήθ. από συσσώρευση λίπους. (έκφρ.) γροθιά* στο ~. στομαχάκι το YΠΟKΟΡ: Tο ~ του παιδιού. Aπό τις πολλές μπίρες έχει κάνει ~.

[μσν. στομάχι υποκορ. του ελνστ. στόμαχος, αρχ. σημ.: `λαιμός΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στομαχιάζω [stomaxázo] Ρ2.1α μππ. στομαχιασμένος : παθαίνω δυσπεψία, έχω ενοχλήσεις στο στομάχι από πολυφαγία: Στομαχιάσαμε όλοι στις γιορτές. || για κτ. που προκαλεί δυσπεψία ή για κπ. που γίνεται αιτία να πάθει κάποιος δυσπεψία: Mε στομάχιασε αυτό το φαΐ. Θα μας στομαχιάσεις με τόσα φαγητά που έφτιαξες.

[στομάχ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στομαχικός -ή -ό [stomaxikós] Ε1 : α. που ανήκει στο στομάχι: Στομαχική κοιλότητα. Στομαχικοί αδένες. || Στομαχικά υγρά, που εκκρίνονται από το στομάχι. β. που έχουν σχέση με το στομάχι ή που προέρχονται από αυτό: Στομαχικές παθήσεις / διαταραχές. ~ πόνος, στομαχόπονος. || (ως ουσ.) ο στομαχικός, θηλ. στομαχική, αυτός που πάσχει από κάποια στομαχική πάθηση.

[λόγ. < ελνστ. στομαχικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες