Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στοκάρω [stokáro] -ομαι Ρ6 : βάζω στόκο σε μια επιφάνεια ξύλου, μαρμάρου κτλ., για να κλείσω τους πόρους, τις ρωγμές ή για να καλύψω άλλες ανωμαλίες: Tα κουφώματα / τα πατώματα πρέπει να στοκαριστούν. ~ τα τζάμια, για να τα στερεώσω στο ξύλινο πλαίσιο.
[βεν. stocar -ω]