Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στοκάρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στοκάρισμα το [stokárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στοκάρω. α. η εργασία που γίνεται για να κλείσουν με στόκο τις μικρές ρωγμές ή τους πόρους σε ξύλα, μάρμαρα κτλ.: Οι πόρτες θέλουν ~ πριν από το βάψιμο. Tο ~ δεν έγινε καλό. β. ο στόκος με τον οποίο έχουν κλείσει τις ρωγμές ή τις τρύπες ή το σημείο όπου έχει μπει ο στόκος: Έφυγαν τα στοκαρίσματα. Tα μάρμαρα έχουν πολλά στοκαρίσματα.

[στοκαρισ- (στοκάρω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες