Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στοκ
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στοκ το [stók] Ο (άκλ.) : 1. το σύνολο των εμπορευμάτων ή των προϊόντων που δεν έχουν ακόμη διατεθεί και που βρίσκονται σε ένα κατάστημα ή στις αποθήκες μιας οικονομικής επιχείρησης· απόθεμα2: Στις εκπτώσεις πουλήθηκαν όλα τα ~ που είχαμε στο μαγαζί. H παραγωγή του εργοστασίου πρέπει να μειωθεί, γιατί δημιουργήθηκαν μεγάλα ~. || μεγάλη διαθέσιμη ποσότητα εμπορεύματος ή προϊόντος: Έχουμε ένα μεγάλο ~ από παπούτσια / από πουκάμισα κτλ. 2. (μτφ., οικ.) για οποιοδήποτε άλλο απόθεμα, για κτ. που δεν έχει ακόμη εξαντληθεί: Διαθέτει πάντα ένα ~ από ανέκδοτα / ~ γνώσεων.

[λόγ. < αγγλ. stock]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στοκαδόρος ο [stokaδóros] Ο18 : ειδική μικρή σπάτουλα που χρησιμοποιείται στο στοκάρισμα.

[βεν. stucador -ος ( [u > o] κατά το στοκάρω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στοκάρισμα το [stokárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στοκάρω. α. η εργασία που γίνεται για να κλείσουν με στόκο τις μικρές ρωγμές ή τους πόρους σε ξύλα, μάρμαρα κτλ.: Οι πόρτες θέλουν ~ πριν από το βάψιμο. Tο ~ δεν έγινε καλό. β. ο στόκος με τον οποίο έχουν κλείσει τις ρωγμές ή τις τρύπες ή το σημείο όπου έχει μπει ο στόκος: Έφυγαν τα στοκαρίσματα. Tα μάρμαρα έχουν πολλά στοκαρίσματα.

[στοκαρισ- (στοκάρω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στοκάρω [stokáro] -ομαι Ρ6 : βάζω στόκο σε μια επιφάνεια ξύλου, μαρμάρου κτλ., για να κλείσω τους πόρους, τις ρωγμές ή για να καλύψω άλλες ανωμαλίες: Tα κουφώματα / τα πατώματα πρέπει να στοκαριστούν. ~ τα τζάμια, για να τα στερεώσω στο ξύλινο πλαίσιο.

[βεν. stocar ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στόκος ο [stókos] Ο18 : α. εύπλαστη μάζα από μείγμα ασβεστολιθικής σκόνης και λινελαίου, που γίνεται σκληρή όταν μείνει στον αέρα και που τη χρησιμοποιούν για να κλείνουν μικρές ρωγμές ή για να καλύπτουν μικρές ανωμαλίες σε μια επιφάνεια. β. (προφ.) χαρακτηρισμός για άνθρω πο βλάκα.

[βεν. stuco ( [u > o] κατά το στοκάρω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες