Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στοιχηματίζω [stiximatízo] Ρ2.1α : συμφωνώ να δώσω χρήματα ή κτ. άλλο, αν δεν αποδειχτεί σωστή μια εκτίμηση ή μια πρόβλεψή μου, σε εκείνον που έχει υποστηρίξει το αντίθετο· βάζω στοίχημα: Στοιχημάτισε ότι το αποτέλεσμα θα είναι θετικό. Στοιχηματίζει μεγάλα ποσά στον ιππόδρομο / στο (τάδε) άλογο. || για να δηλώσουμε την απόλυτη βεβαιότητα ότι κτ. θα έχει αυτή ή εκείνη την έκβαση: ~ ότι τελικά θα υποχωρήσει. Είσαι βέβαιος; -~.
[στοιχηματ- (στοίχημα) -ίζω]