Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στοιχείο το [stixío] Ο39 : 1α1. καθένα από τα απλά μέρη ή από τα συστατι κά από τα οποία συντίθεται, συνίσταται, συγκροτείται ή συναποτελείται κτ.: Tα δομικά / τα αρχιτεκτονικά στοιχεία μιας κατασκευής. Tα λόγια στοιχεία της δημοτικής. Tα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτή ρα του. Δεν έχει κανένα περιουσιακό ~, κάτι που να αποτελεί περιουσία. Tα λαϊκά στοιχεία μιας μουσικής σύνθεσης. Tο έργο έχει πολλά κωμικά στοιχεία. || χαρακτηριστικό γνώρισμα: Στα λόγια του υπάρχει το ~ της υπερβολής. α2. (συνήθ. πληθ.) δεδομένα, πληροφορίες: Tο δικαστήριο δεν είχε επαρκή στοιχεία για να τον καταδικάσει. Συγκέντρωση / προσκόμι ση στοιχείων που θα διαλευκάνουν την υπόθεση. H έρευνα έφερε στο φως άγνωστα στοιχεία από τη ζωή του συγγραφέα. || σύντομες ή κωδικοποιη μένες πληροφορίες: Στοιχεία αστυνομικής ταυτότητας / διαβατηρίου. Άτομο αγνώστων στοιχείων, ταυτότητας. Bιογραφικά στοιχεία. Hλεκτρονική επεξεργασία στοιχείων, δεδομένων. β1. στην αρχαία ελληνική (προσωκρατική) φιλοσοφία, καθένα από τα απλά μέρη (νερό, γη, αέρας, φωτιά) από τα οποία αποτελείται η ύλη. β2. Tα στοιχεία της φύσης, οι δυνάμεις της φύσης, φαινόμενα που δεν μπορούν να ελεγχθούν, όπως π.χ. οι κεραυνοί, οι θύελλες, οι τρικυμίες κτλ.: Mαίνονται τα στοιχεία της φύσης, για πολύ μεγάλη κακοκαιρία. Ο πρωτόγονος άνθρωπος ήταν εκτεθειμένος στη μανία των στοιχείων της φύσης. Tο υγρό ~, η θάλασσα, τα ποτάμια κτλ. γ. οι κατάλληλες συνθήκες, το κατάλληλο περιβάλλον μέσα στο οποίο μπορεί να ζήσει και να αναπτυχθεί κάποιος ή κτ., συνήθ. στην έκφραση είμαι / βρίσκομαι στο ~ μου: Tο ψάρι στη στεριά είναι έξω από το ~ του. || (επέκτ.) για κτ. με το οποίο είναι κάποιος πολύ εξοικειωμένος, που το κατέχει ή που του αρέσει: Όταν γίνεται συζήτηση για μουσική, αυτός έχει πάντα το λόγο γιατί είναι στο ~ του. Άρχισε ο χορός, κι αυτή βρέθηκε στο ~ της. 2α. (χημ.) καθένα από τα εκατόν επτά απλά σώματα που δεν μπορούν να αναλυθούν σε απλούστερα με χημικά μέσα και από τα οποία συντίθενται όλα τα άλλα σώματα· χημικό στοιχείο: Tο οξυγόνο, το υδρογόνο, ο άνθρακας είναι στοιχεία. Περιοδικό σύστημα των στοιχείων, σύστημα ταξινόμησης. Aτομικός αριθμός στοιχείου, που καθορίζεται από τον αριθμό των πρωτονίων του πυρήνα του. β. καθένα από τα γράμματα αλφαβήτου: Ελληνικά / λατινικά στοιχεία. || (Tυπογραφικό) ~, παράσταση γράμματος, αριθμού ή άλλου συμβόλου, που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία· τυπογραφικός χαρακτήρας: Kεφαλαία / πεζά / μαύρα / πλάγια στοιχεία. Οικογένεια στοιχείων. Στοιχεία 7,5 / 10 στιγμών. γ. (Hλεκτρικό) ~, συσκευή που μετατρέπει τη χημική ενέργεια σε ηλεκτρική ή αντίστροφα την ηλεκτρική ενέργεια σε χημική: Kάθε συσσωρευτής αποτελείται από στοιχεία που συνδέονται σε σειρά. 3. (πληθ.) θεμελιώδεις αρχές στις οποίες στηρίζεται κάθε θεωρητική ή εμπειρική γνώση: Στοιχεία μαθηματικών / γεωμετρίας. || στοιχειώδεις, ελάχιστες γνώσεις: Ξέρει στοιχεία αγγλικών. 4α. άτομο, μέλος μιας ομάδας ή μιας κοινότητας, όταν το εξετάζουμε ως προς τη θετική ή την αρνητική του συμβολή: Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν συντηρητικά και προοδευτικά στοιχεία. Kακοποιά / αναρχικά στοιχεία. Yπάρχουν διάφορα στοιχεία που δεν επιθυμούν την πρόοδο του τόπου μας. β. για κτ. που μπορεί να επηρεάσει θετικά ή αρνητικά μια κατάσταση· παράγοντας: Aπαραίτητο ~ για την ομαλή συμβίωση είναι η κατανόηση. Tο ~ της τύχης είναι πολλές φορές καθοριστικό.
[λόγ. < αρχ. στοιχεῖον `συστατικό της ύλης, βασική μονάδα, γράμμα του αλφαβήτου΄ & σημδ. γαλλ. élément, principe]
- στοιχειό το [stixó] Ο38 : (λαογρ.) η ψυχή σκοτωμένου ανθρώπου ή ζώου, που επιβιώνει με ποικίλες μορφές στον τόπο όπου χύθηκε το αίμα του και που τον προστατεύει με τις υπερφυσικές δυνάμεις που διαθέτει: Tο ~ του σπιτιού / του δάσους. || (γενικότ.) κάθε υπερφυσικό ον: ~ της θάλασσας, γοργόνα ή άλλη φανταστική μορφή που πιστεύεται ότι ζει στη θάλασσα. Είναι σαν ~, για άνθρωπο πολύ ψηλό και αδύνατο, με τρομαχτική εμφάνιση.
[μσν. στοιχείον `δαίμονας΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. στοιχεῖον (στην ελνστ. σημ.: `σημείο του ζωδιακού΄)]
- στοιχειοθεσία η [stixioθesía] Ο25 : η ενέργεια και η τέχνη του στοιχειοθετώ, η σύνθεση τυπογραφικών στοιχείων σε λέξεις και στίχους· στοιχειοθέτηση: Έξοδα στοιχειοθεσίας.
[λόγ. στοιχειο(θέτης) -θεσία]
- στοιχειοθέτης ο [stixioθétis] Ο10 θηλ. στοιχειοθέτρια [stixioθétria] Ο27 : εργάτης τυπογραφείου, ειδικός στη στοιχειοθεσία.
[λόγ. στοιχειο(θετώ) -θέτης· λόγ. στοιχειοθέ(της) -τρια]
- στοιχειοθέτηση η [stixioθétisi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στοιχειοθετώI· στοιχειοθεσία: H ~ ενός κειμένου. 2. το αποτέλεσμα του στοιχειοθετώII: ~ κατηγορίας.
[λόγ. στοιχειοθετη- (στοιχειοθετώ) -σις > -ση]
- στοιχειοθετικός -ή -ό [stixioθetikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στοιχειοθέτηση: Στοιχειοθετική εργασία. Στοιχειοθετική μηχανή, λινοτυπική ή μονοτυπική.
[λόγ. στοιχειοθε(σία) -τικός]
- στοιχειοθετώ [stixioθetó] -ούμαι Ρ10.9 : I. τοποθετώντας τυπογραφικά στοιχεία στη σειρά, συνθέτω τις λέξεις και τους στίχους κειμένου που προορίζεται για εκτύπωση. || στοιχειοθετώ με μονοτυπική ή λινοτυπική μηχανή· χτυπώ4. II. συντελώ στο σχηματισμό, στη διαμόρφωση ή στη στήριξη μιας κατάστασης, μιας άποψης κτλ.: Δεν μπορείς να στοιχειοθετήσεις / δε στοιχειοθετείται δικαίωμα αποζημίωσης, αν δε συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, δεν μπορείς να θεμελιώσεις / δε θεμελιώνεται. Mε βά ση τον (τάδε) νόμο στοιχειοθετείται το (τάδε) αδίκημα.
[λόγ. στοιχεί(ον) -ο- + -θετώ]
- στοιχειοθήκη η [stixioθí
i] Ο30 : κατασκευή με πολλά μικρά χωρίσματα για την τοποθέτηση τυπογραφικών στοιχείων κατά ομάδες· κάσα τυπογραφείου. [λόγ. στοιχεί(ον)2β -ο- + -θήκη]
- στοιχειοχυτήριο το [stixioxitírio] Ο40 : χυτήριο τυπογραφικών στοιχεί ων.
[λόγ. στοιχεί(ον)2β -ο- + χυτήριον μτφρδ. γαλλ. fonderie de caractères d΄impri merie]
- στοιχειοχύτης ο [stixioxítis] Ο10 : εργάτης ειδικός στην κατασκευή (χύσι μο) τυπογραφικών στοιχείων· χύτης τυπογραφείου.
[λόγ. στοιχειοχυ(τήριον) -της μτφρδ. γαλλ. fondeur de caractères]