Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στοιχειοθέτης ο [stixioθétis] Ο10 θηλ. στοιχειοθέτρια [stixioθétria] Ο27 : εργάτης τυπογραφείου, ειδικός στη στοιχειοθεσία.
[λόγ. στοιχειο(θετώ) -θέτης· λόγ. στοιχειοθέ(της) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στοιχειοθέτηση η [stixioθétisi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στοιχειοθετώI· στοιχειοθεσία: H ~ ενός κειμένου. 2. το αποτέλεσμα του στοιχειοθετώII: ~ κατηγορίας.
[λόγ. στοιχειοθετη- (στοιχειοθετώ) -σις > -ση]