Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στοίχημα το [stíxima] Ο49 : συμφωνία ανάμεσα σε πρόσωπα που υποστηρίζουν αντίθετες εκδοχές ή προβλέψεις για κάποιο ζήτημα, κατά την οποία εκείνος του οποίου η άποψη θα αποδειχτεί ορθή παίρνει από τον άλλο ένα προσυμφωνημένο ποσό ή δέχεται κάποια άλλη παροχή: Bάζουν στοιχήματα για το ποιος θα κερδίσει στις εκλογές, στοιχηματίζουν. Kερδίζω / χάνω ένα ~. (έκφρ.) βάζω ~, ως δήλωση απόλυτης βεβαιότητας, στοιχηματίζω: Bάζω ~ ότι δε λέει την αλήθεια. Bάζεις ~; πάω ~, βάζω στοίχημα, στοιχηματίζω: Πας / πάμε ένα χιλιάρικο ~ ότι θα σε νικήσω; - Πάω, δέχομαι το στοίχημα. || ποσό χρημάτων ή άλλη παροχή που συμφωνείται ανάμεσα σε πρόσωπα: Έβαλε ~ δέκα χιλιάδες / ένα ρολόι, αν κερδίσει η ομάδα του. Tι ~ βάζεις ότι είναι έτσι όπως σου το λέω; Iπποδρομιακό ~, το ποσό που ποντάρουν στον ιππόδρομο. Tα στοιχήματα στη ρουλέτα.
[μσν. στοίχημα `επίσημη συμφωνία για ανταπόδοση, ενέχυρο΄ < ελνστ. στοιχη- (στοιχῶ) `συμφωνώ΄ -μα (αρχ. σημ.: `είμαι στην ίδια γραμμή΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στοιχηματίζω [stiximatízo] Ρ2.1α : συμφωνώ να δώσω χρήματα ή κτ. άλλο, αν δεν αποδειχτεί σωστή μια εκτίμηση ή μια πρόβλεψή μου, σε εκείνον που έχει υποστηρίξει το αντίθετο· βάζω στοίχημα: Στοιχημάτισε ότι το αποτέλεσμα θα είναι θετικό. Στοιχηματίζει μεγάλα ποσά στον ιππόδρομο / στο (τάδε) άλογο. || για να δηλώσουμε την απόλυτη βεβαιότητα ότι κτ. θα έχει αυτή ή εκείνη την έκβαση: ~ ότι τελικά θα υποχωρήσει. Είσαι βέβαιος; -~.
[στοιχηματ- (στοίχημα) -ίζω]