Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στοίχειωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στοίχειωμα το [stíxoma] Ο49 : το αποτέλεσμα του στοιχειώνω. 1α. η επιβίωση της ψυχής ενός σκοτωμένου με τη μορφή στοιχειού. β. η παρουσία στοιχειού σε έναν τόπο. 2. (μτφ.) η αναβίωση ή η επιβίωση ενός κακού, μιας νοσηρής κατάστασης.

[στοιχειώ(νω) -μα (διαφ. το ελνστ. στοιχείωμα `βασική αρχή΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες