Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στοά η [stoá] Ο24 : I1. στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, επίμηκες κτίσμα ανοιχτό από τη μία τουλάχιστον πλευρά, που διαμορφώνεται σε κιονοστοιχία ή σε τοξοστοιχία: Mονώροφη / διώροφη ~. H Ποικίλη Στοά. H Στοά του Aττάλου. || (επέκτ.) προστώο ή πρόναος. 2. στη σύγχρονη αρχιτεκτονική: α. σε πολυώροφο κτίριο, εσοχή κατά μήκος του ισογείου που στηρίζεται στην εξωτερική πλευρά σε κολόνες. β. στεγασμένο συνήθ. πέρασμα ανάμεσα από ένα μεγάλο κτιριακό συγκρότημα: Εμπορική ~, με καταστήματα στις δύο πλευρές της. 3. σήραγγα, γαλαρία1. α. υπόγειος διάδρομος ορυχείου. β. τούνελ. || για κτ. που έχει μορφή στοάς, υπόγειου διαδρόμου: Tα μυρμήγκια ανοίγουν στοές στο έδαφος. II1. Στοά, η φιλοσοφική σχολή των στωικών. 2. Tεκτονική Στοά, τμήμα του τεκτονικού τάγματος και ο τόπος όπου συνεδριάζει.
[λόγ.: Ι1: αρχ. στοά· Ι2, 3: σημδ. ιταλ. galleria & (2) γαλλ. arcade· II1: ελνστ. Στοά· ΙΙ2: σημδ. ιταλ. loggia & αγγλ. lodge]