Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στιχουργώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στιχουργώ [stixurγó] Ρ10.9α : (σπάν.) γράφω στίχους.

[λόγ. < μσν. στιχουργῶ < στιχουργ(ός) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες