Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στιχοπλόκος ο [stixoplókos] Ο18 : μειωτικός χαρακτηρισμός ποιητή που το έργο του χαρακτηρίζεται από έλλειψη ταλέντου ή έμπνευσης.
[λόγ. < μσν. στιχοπλόκος < στίχ(ος) -ο- + -πλόκος (< ρ. πλέκω) κατά το δολοπλόκος]