Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στιλιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στιλιστικός -ή -ό [stilistikós] Ε1 : υφολογικός. || (ως ουσ.) η στιλιστική, η υφολογία.

[λόγ. < γαλλ. stylistique (-ique = -ικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες