Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στιλιζάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στιλιζάρω [stilizáro] -ομαι Ρ6 : αποδίδω εικαστικά ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, αφαιρώντας όλα εκείνα τα στοιχεία που θεωρώ ως μη χαρακτηριστικά. || (μειωτ.) δίνω σε μια καλλιτεχνική δημιουργία μια μορφή τυποποιημένη και στερημένη από κάθε ζωντάνια και πνοή.

[γαλλ. stylis(er) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες