Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στιβάλι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στιβάλι το [stiváli] Ο44 : είδος ψηλής αντρικής μπότας.

[βεν. stival ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες