Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στιβάδα η [stiváδa] Ο26 : πυκνό και παχύ στρώμα ύλης: Στιβάδες χιονιού· (πρβ. χιονοστιβάδα). || (ανατ.) ιστός που αποτελείται από ομοειδή στοιχεία: Οι στιβάδες του δέρματος. Επιθηλιακή / λιπώδης ~.
[λόγ. < αρχ. στιβάς, αιτ. -άδα `στρώμα΄ & σημδ. γαλλ. couche]