Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στητός -ή -ό [stitós] Ε1 : α. για κπ. που στέκεται όρθιος και ακίνητος και συνήθ. κρατώντας το σώμα του ίσιο: Οι στρατιώτες στητοί φρουρούσαν τα σύνορα. β. ευθυτενής: Προχωρούσε ~ και καμαρωτός. Tο κορμί του είναι στητό. || Στητά στήθη, που είναι σφιχτά και σφριγηλά.
[στή(νω) -τός]