Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στηθόδεσμος ο [stiθóδezmos] Ο20 : (λόγ.) γυναικείο εσώρουχο που συγκρατεί το στήθος (τους μαστούς)· σουτιέν.
[λόγ. < ελνστ. στηθόδεσμος `επίδεσμος΄]