Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στεφανιαίος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στεφανιαίος -α -ο [stefaniéos] Ε4 : (ανατ.) 1. που έχει σχήμα στεφάνης: H στεφανιαία ραφή του κρανίου / φλέβα του στομάχου. Ο ~ κόλπος της καρδιάς. Οι δύο στεφανιαίες αρτηρίες και οι τρεις στεφανιαίες φλέβες της καρδιάς. || (ως ουσ.) η στεφανιαία, καθεμιά από τις δύο στεφανιαίες αρτηρίες της καρδιάς. (ιατρ.): Θρόμβωση / ανεπάρκεια της στεφανιαίας. 2. που έχει σχέση με τη στεφανιαία αρτηρία: Στεφανιαία αγγεία. Στεφανιαία κυκλοφορία. (ιατρ.) Στεφανιαία ανεπάρκεια.

[λόγ. < ελνστ. στεφανιαῖος `σαν στεφάνι΄ σημδ. γαλλ. coronaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες