Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στεφάνωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στεφάνωμα το [stefánoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στεφανώνω. α. τοποθέτηση στεφανιού ή στεφάνων στο κεφάλι κάποιου: Tο ~ των νικητών / του γαμπρού και της νύφης. β. (πληθ., οικ.) η τελετή του θρησκευτικού γάμου: Σε δύο μήνες έχουμε στεφανώματα. (ως ευχή) καλά στεφανώματα.

[α: λόγ. στεφανω- (δες στεφανώνω) -μα (πρβ. αρχ. στεφάνωμα `στεφάνι΄)· β: πληθ. του μσν. στεφάνωμα < στεφανώ(νω)2 -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες