Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στεφάνη η [stefáni] Ο30 : ονομασία αντικειμένων που, λίγο ή πολύ, μοιάζουν με στεφάνι. 1. (αστρον.) το εξωτερικό τμήμα του φωτεινού δακτυλίου γύρω από τον ήλιο ή από τη σελήνη κατά την ολική έκλειψη. 2. (γεωμ.) η επιφάνεια που βρίσκεται μεταξύ δύο άνισων ομόκεντρων περιφερειών. 3. (βοτ.) το σύνολο των πετάλων ενός άνθους. 4. (ανατ.) το τμήμα του δοντιού που βρίσκεται έξω από τα ούλα. || (ιατρ.) τεχνητή ~, η κορόνα.
[λόγ. < ελνστ. στεφάνη `κυκλικό γείσο΄, αρχ. σημ.: `διάδημα΄, σημδ.: 1, 2, 4: γαλλ. couronne· 3: γαλλ. corelle]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στεφανηφόρος -α / -ος -ο [stefanifóros] Ε14 : (λόγ., λογοτ., ιδ. για πρόσ.) που φέρει στεφάνι στο κεφάλι του.
[λόγ. < αρχ. στεφανηφόρος]