Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στερνός -ή -ό [sternós] Ε1 : (λαϊκότρ., λογοτ.) τελευταίος: Tο στερνό παιδί της. Tο στερνό αντίο, ο τελευταίος ασπασμός νεκρού. ΠAΡ Στερνή μου γνώση* να σ΄ είχα πρώτα. || (ως ουσ.) τα στερνά, το τέλος και ιδίως τα τελευταία χρόνια της ζωής κάποιου ή οι τελευταίες του στιγμές: Tώρα στα στερνά τον παράτησαν τα παιδιά του, στα γεράματα. (ως ευχή) καλά στερνά.
[μσν. υστερνός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < υστερινός (συγκ. του άτ. [i] ) < αρχ. ὕστερ(ος) -ινός]