Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στεριώνω [sterjóno] -ομαι Ρ1 : 1. (προφ., λογοτ.) γίνομαι στέρεος, σταθεροποιούμαι: Aν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γεφύρι δε στεριώνει. Δε στέριωσε ο γάμος τους· χώρισαν σ΄ ένα χρόνο. 2. βρίσκομαι, μένω κάπου μόνιμα: Στέριωσε στο χωριό της γυναίκας του, έμεινε μόνιμα. Δεν μπορώ να στεριώσω υπηρέτρια· όλες μού φεύγουν. Δεν μπόρεσε να στεριώσει σε καμιά δουλειά. 3. (μτφ., για αφηρ. έννοια) ενισχύω, ισχυροποιώ, σταθεροποιώ: Για να στεριώσει μια φιλία, χρειάζεται κατανόηση και αμοιβαίες υποχωρήσεις. (Nα ζήσετε) στεριωμένοι, ως ευχή σε νιόπαντρους.
[αρχ. στερε(ῶ) -ώνω με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]