Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στερημένος -η -ο [steriménos] Ε3 μππ. του στερώ : που ζει με στερήσεις, με έλλειψη υλικών αγαθών: ~ άνθρωπος. Στερημένη ζωή, που χαρακτηρίζεται από στερήσεις.
στερημένα ΕΠIΡΡ: Πέρασε τη ζωή του ~. [μππ. του στερώ]