Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στερεώνω [stereóno] -ομαι Ρ1 : 1. ενεργώ έτσι ώστε κτ. να γίνει στέρεο, να αντέχει στο χρόνο ή σε άλλους εξωτερικούς παράγοντες: Στερεώνουν το γεφύρι μπήγοντας στο ποτάμι χοντρούς πασσάλους. || στηρίζω, σταθεροποιώ: Στερεώνουν την οροφή της σήραγγας με μπετόν αρμέ. Πινακίδα στερεωμένη με καρφιά σ΄ έναν τοίχο. 2. (μτφ., για αφηρ. έννοια) ενισχύω, ισχυροποιώ, σταθεροποιώ: Ενέργειες που στερεώνουν τη φιλία. Στερεώνεται η εξουσία / η επιρροή κάποιου. (Nα ζήσετε) στερεωμένοι, ως ευχή σε νιόπαντρους.
[λόγ. < αρχ. στερε(ῶ) -ώνω]