Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στερεοχημικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στερεοχημικός -ή -ό [stereoximikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοχημεία.

[λόγ. < γαλλ. stéréochimique < stéréochim(ie) = στερεοχημ(εία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες