Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στερεοφωνικός -ή -ό [stereofonikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στερεοφωνία: ~ ήχος / δίσκος / ραδιοφωνικός σταθμός. Στερεοφωνικό ραδιόφω νο / πικάπ / συγκρότημα, για αναπαραγωγή στερεοφωνικού ήχου. Στερεοφωνική τηλεόραση / κασέτα / εγκατάσταση / εκπομπή. || (ως ουσ.) το στερεοφωνικό, το στερεοφωνικό συγκρότημα· στέρεο.
στερεοφωνι κά ΕΠIΡΡ: Εγγράφω / αναπαράγω ~ μια μουσική. Σταθμός που εκπέμπει ~. [λόγ. < αγγλ. stereophonic < stereo- = στερεο- + αρχ. φων(ή) -ic = -ικός]