Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στερεοστατικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στερεοστατικός -ή -ό [stereostatikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στερεοστατική.

[λόγ. στερεοστατ(ική) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες