Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στερεοποιώ [stereopió] -ούμαι Ρ10.9 : μεταβάλλω ένα υγρό, πολτώδες ή αέριο σώμα σε στερεό: Tα λιωμένα υλικά, όταν ψύχονται, στερεοποιούνται. Ο πηλός στερεοποιείται με ψήσιμο. Οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας, όταν ψύχονται, στερεοποιούνται και γίνονται χαλάζι ή χιόνι.
[λόγ. < ελνστ. στερεοποιῶ]