Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στερεο
32 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στέρεο το [stéreo] Ο (άκλ.) : (προφ.) 1. το στερεοφωνικό συγκρότημα: Bάζω στο / ακούω από το ~ μουσική. 2α. (ως επίθ.) στερεοφωνικός: Ήχος / μουσι κή / δίσκος / κασέτα / πικάπ / μαγνητόφωνο ~. β. (ως επίρρ.) στερεοφωνικά: Ο σταθμός εκπέμπει ~.

[λόγ. < αγγλ. stereo σύντμ. του stereophonic = στερεοφωνικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στερεο- [stereo] & στερεό- [stereó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: I1. με αναφορά στη στερεά κατάσταση σε αντίθεση με την υγρή ή την αέρια: ~ποιώ· ~ποίηση. 2. για να προσδώσει σ΄ αυτό που εκφράζει ή συνεπάγε ται το β' συνθετικό το χαρακτηρισμό: α. στερεός, ανθεκτικός, στέρεος: στερεόδετος. β. στερεός, σταθερός: στερεόμορφος, στερεότυπος. II. (επιστ.) 1. για να δηλώσει ότι η μέθοδος, το όργανο, η επιστήμη κτλ. που εκφράζει ή συνεπάγεται το β' συνθετικό αναφέρεται στα στερεά σώματα: ~γραφία, ~γραφόμετρο, ~μετρία, ~μηχανική, ~στατική. 2. (χημ.) για χημικές ενώσεις που έχουν ίδια χημική σύσταση αλλά διαφορετικές φυσικές και χημικές ιδιότητες: ~ϊσομέρεια, ~χημεία. 3. με αναφορά στα τρισδιάστατα σχέδια, στο προοπτικό βάθος: ~σκοπία· ~σκοπικός. || για τον ήχο: ~φωνία· ~φωνικός.

[λόγ. < αρχ. στερεο- θ. του επιθ. στερεό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. στερεο-μετρία, ελνστ. στερεο-ποιῶ & διεθ. stereo- < αρχ. στερεο-: στερεο-ισομέρεια < αγγλ. stereoisomere, στερεο-γραφία, στερεο-φωνία < γαλλ. stéréo graphie, stéréophonie]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στερεοβάτης ο [stereovátis] Ο10 : (αρχαιολ., αρχιτ.) το θεμέλιο των αρχαίων ελληνικών και ρωμαϊκών κτιρίων: Οι ανασκαφές οδήγησαν στην ανακάλυψη του στερεοβάτη και τμημάτων του δαπέδου ενός ναού / ενός ανακτόρου.

[λόγ. < ελνστ. στερεοβάτης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στερεογραφία η [stereoγrafía] Ο25 : μέθοδος γραφικής αναπαράστασης στερεών σωμάτων με την προβολή τους σε επίπεδη επιφάνεια.

[λόγ. < γαλλ. stéréographie < stéréo- = στερεο- + -graphie = -γραφία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στερεογραφικός -ή -ό [stereoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη στερεογραφία.

[λόγ. < γαλλ. stéréographique < stéréograph(ie) = στερεογραφ(ία) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στερεογραφόμετρο το [stereoγrafómetro] Ο42 : όργανο ειδικό για τον υπολογισμό του εμβαδού μιας σφαιρικής επιφάνειας της οποίας είναι γνωστή η στερεογραφική προβολή.

[λόγ. στερεογραφ(ία) -ο- + -μετρον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στερεοελλαδίτικος -η -ο [stereoelaδítikos] Ε5 : που έχει σχέση με τη Στερεά Ελλάδα ή με τους κατοίκους της, τους Στερεοελλαδίτες.

[Στερεοελλαδίτ(ης) -ικος < τοπων. Στερε(ά) -ο- Ελλάδ(α) -ίτης σε αντιδιαστολή προς την Πελοπόννησο και τις Kυκλάδες, επειδή στο πρώτο νεοελληνικό κράτος αποτελούσε το μόνο ηπειρωτικό τμήμα της χώρας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στερεοϊσομέρεια η [stereoisoméria] Ο27 : (χημ.) η σχέση που συνδέει τις χημικές ενώσεις, οι οποίες έχουν την ίδια σύσταση αλλά διαφορετικές φυσικές ή χημικές ιδιότητες.

[λόγ.< γαλλ. stéréo-isomérie < stéreo- = στερεο- + isomérie = ισομέρεια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στερεομετρία η [stereometría] Ο25 : κλάδος της γεωμετρίας, ο οποίος ασχολείται με τα στερεά σώματα.

[λόγ. < αρχ. στερεομετρία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στερεομηχανική η [stereomixanikí] Ο29 : η μηχανική των στερεών σωμάτων.

[λόγ. στερεο- + μηχανική]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες