Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στερέωση η [steréosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στερεώνω. 1. ενέργεια ή σύνολο ενεργειών που έχουν ως στόχο να κάνουν κτ. έτσι, ώστε να αντέχει στο χρόνο ή σε άλλους εξωτερικούς παράγοντες: Εργασίες για τη ~ ενός ετοιμόρροπου κτιρίου. 2. (μτφ., για αφηρ. έννοια) ενίσχυση, ισχυροποίηση, σταθεροποίηση: Mέτρα για τη ~ του δημοκρατικού πολιτεύματος. 3. (φωτογρ.) ονομασία ενός από τα στάδια της εμφάνισης του φιλμ· φιξάρισμα.
[λόγ. < ελνστ. στερέω(σις) -ση]