Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στερέωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στερέωμα 1 το [steréoma] Ο49 : (λογοτ.) α. ο ουρανός και ιδίως ο ουράνιος θόλος: Tο άπειρο ~. T΄ άστρα λάμπουν στο ~. β. (μτφ.) για σύνολο προσώπων πολύ γνωστών για τη δράση τους σε ορισμένον τομέα καθώς και οι σχετικές δραστηριότητες: Tο πολιτικό / καλλιτεχνικό ~.

[λόγ. < ελνστ. στερέωμα (από την πίστη πως ο ουρανός είναι στερεωμένος πάνω στη γη)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στερέωμα 2 το : (προφ.) στερέωση, στήριξη, στήριγμα.

[στερεώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες