Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στενωπός η [stenopós] Ο34 : 1. (λόγ.) στενή διάβαση ιδίως ανάμεσα σε βουνά· στενό2α. 2. (μτφ.) η δύσκολη φάση ορισμένης ενέργειας, διαδικασίας κτλ.: H εθνική οικονομία βρίσκεται σε / περνάει από στενωπό. Ελπίζουμε να βγούμε κάποτε από τη στενωπό.
[λόγ. < αρχ. στενωπός, ὁ μεταπλ. σε θηλ. κατά το δίοδος, για να δείχνει πιο λόγ.]