Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στενοχωρώ [stenoxoró] -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β αόρ. και στενοχώρεσα, απαρέμφ. και στενοχωρέσει, παθ. αόρ. και στενοχωρέθηκα, απαρέμφ. και στενοχωρηθεί, μππ. στενοχωρημένος* και στενοχωρεμένος & στεναχωρώ [stenaxoró] -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β αόρ. και στεναχώρεσα, απαρέμφ. και στεναχωρέσει, παθ. αόρ. και στεναχωρέθηκα, απαρέμφ. και στεναχωρεθεί, μππ. στεναχωρημένος και στεναχωρεμένος : 1. προκαλώ σε κπ. στενοχώρια, τον κάνω να λυπάται: H πρώτη του αποτυχία τον στενοχώρησε πολύ αλλά δεν τον απογοήτευσε. || (παθ.) αισθάνομαι στενοχώρια, είμαι στενοχωρημένος: Στενοχωρήθηκε, όταν έμαθε τα δυσάρεστα νέα. 2. προκαλώ σε κπ. δυσαρέσκεια, δυσκολία, ενόχληση: Εκείνο που με στενοχωρεί είναι ότι
Mη στενοχωριέσαι, η δουλειά σου θα γίνει. || (ιδ. για ρούχα): Mε στενοχωρεί το στενό κολάρο / ο στενός κορσές, μου προκαλεί δυσφορία. Mε στενοχωρούν τα καινούρια μου παπούτσια, γιατί είναι στενά.
[ελνστ. στενοχωρῶ· [o > a] κατά το στενόχωρος > στενάχωρος]