Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στενοσόκακο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στενοσόκακο το [stenosókako] Ο41 : πολύ στενός και μικρός δρόμος σε παλιά πόλη ή σε χωριό· (πρβ. σοκάκι).

[στενο- + σοκάκ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες