Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στενοκέφαλος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στενοκέφαλος -η -ο [stenokéfalos] Ε5 : (για πρόσ.) που η σκέψη του δε χαρακτηρίζεται από ευρύτητα και συνήθ. επηρεάζεται από προκαταλήψεις, προλήψεις κτλ.: ~ άνθρωπος. || (επέκτ.): Στενοκέφαλη συμπεριφορά.

[στενο- + κεφάλ(ι) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες