Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στενοκέφαλος -η -ο [stenokéfalos] Ε5 : (για πρόσ.) που η σκέψη του δε χαρακτηρίζεται από ευρύτητα και συνήθ. επηρεάζεται από προκαταλήψεις, προλήψεις κτλ.: ~ άνθρωπος. || (επέκτ.): Στενοκέφαλη συμπεριφορά.
[στενο- + κεφάλ(ι) -ος]